παλαιοζωολογικός

παλαιοζωολογικός
-ή, -ό [παλαιοζωολογία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιοζωολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλαιοζωολογία — η κλάδος της παλαιοντολογίας (βλ. λ.) που ερευνά και κατατάσσει τους ζωικούς οργανισμούς που έχουν εξαφανιστεί πια. Ο επιστήμονας, παλαιοζωολόγος. Επίθ. παλαιοζωολογικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιοζωολογία: Παλαιοζωολογικές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”